- ιστιορράφος
- ἱστιορράφος και ἱστιαρράφος, ὁ (Α)1. αυτός που ράβει ή επισκευάζει ιστία2. δολοπλόκος, μηχανορράφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. μηχανο-ρράφος, νευρο-ρράφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱστιορράφος — sailpatcher masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστιορραφώ — έω [ιστιορράφος] ναυτ. ράβω πανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστιορράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
ιστίο — το (ΑΜ ἱστίον) (υποκορ. τού ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τόν μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη τού σκάφους, πανί τού καραβιού, άρμενο αρχ. ύφασμα, κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ.… … Dictionary of Greek
ιστιαρράφος — ἱστιαρράφος, ὁ (Α) βλ. ιστιορράφος … Dictionary of Greek
ιστιορράφιον — ἱστιορράφιον, τὸ (Α) [ιστιορράφος] εργαστήριο ραφής ή επισκευής ιστίων … Dictionary of Greek